- κολουμβάριο
- Οστεοφυλάκιο των ρωμαϊκών και των ετρουσκικών νεκροταφείων. Στην κυριολεξία σημαίνει περιστεριώνας. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για τις υπόγειες κρύπτες, οι τοίχοι των οποίων ήταν γεμάτοι από μικρές κόγχες, τοποθετημένες σε σειρές, η μία επάνω στην άλλη, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για να φυλάσσονται τα δοχεία που περιείχαν τις στάχτες των νεκρών. Κατασκευάζονταν από πλούσιους, που είχαν τόσο πολλούς απελεύθερους ώστε να μην μπορούν να τους θάψουν στον οικογενειακό τους τάφο. Οι καίσαρες, επίσης, κατασκεύαζαν κ. για τους δούλους ή τους απελεύθερούς τους. Κάποια διατηρούνται ακόμα και σήμερα, όπως της Λιβίας, συζύγου του Αυγούστου, στην Αππία οδό της Ρώμης. Στους κοινούς τάφους προβλέπονταν συχνά κόγχες για εκείνους που ήταν πολύ φτωχοί ώστε να έχουν ιδιωτικούς τάφους. Κ. κατασκευάζονταν επίσης από θρησκευτικούς και εμπορικούς συλλόγους ή από ομίλους ταφής για τα μέλη τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα μέλη πλήρωναν ένα ποσό και στη συνέχεια κατέβαλαν ετήσιες συνδρομές, οι οποίες τους παρείχαν το δικαίωμα να ενταφιαστούν στην κόγχη κάποιας κρύπτης. Τα ονόματα των νεκρών χαράσσονταν στις μαρμάρινες πλάκες που σκέπαζαν τις κόγχες.
Dictionary of Greek. 2013.